- ῥαβδηφόρος
- ῥαβδηφόρος, ον, poet. for ῥαβδοφόρος,= θυρσοφόρος, Lyc.1140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραβδηφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. ραβδοφόρος … Dictionary of Greek
ῥαβδηφόροις — ῥαβδηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… … Dictionary of Greek